Φωτεινή

Φωτεινή
Φωτεινή η
Фотинья –
1) имя некоторых преподобных жен Православной Церкви:

Φωτεινή η Σαμαρείτης, η μάρτυς — Фотинья Самаряныня, мученица;

2) женское имя
Этим.
< φωτεινός «светлый»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Φωτεινή" в других словарях:

  • Φωτεινή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για την αμαρτωλή Σαμαρείτιδα με την οποία, κατά την Καινή Διαθήκη, συνομίλησε ο Ιησούς κοντά σε ένα πηγάδι και η οποία τελικά μεταμελήθηκε. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Φ. μαρτύρησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • Φωτεινή — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτεινῇ — φωτεινός shining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινή — φωτεινός shining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγία Φωτεινή — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 299 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 118 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης.… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινῆι — φωτεινῇ , φωτεινός shining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»